ἄησις

ἄησις
ἄησις, εως, , (ἄημι)
A = ἄημα, blowing, E.Rh.417, cf. Fr.781.46.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άησις — ἄησις ( εως), η (Α) [ἄημι] πνοή, φύσημα …   Dictionary of Greek

  • ἄησις — blowing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… …   Dictionary of Greek

  • ἀήσεως — ἀήσεω̆ς , ἄησις blowing fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄησι — ἄημι va´ti pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἄησις blowing fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄησιν — ἄημι va´ti pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἄησις blowing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”